καθείλκυσαν

καθείλκυσαν
καθέλκω
draw to the sea
aor ind act 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προσπαρασκευάζω — Α·1. παρασκευάζω, ετοιμάζω κάτι ακόμη («τάς τε προϋπαρχούσας ναῡς καθείλκυσαν καὶ ἄλλας προσπαρασκευάσαντες», Διόδ.) 2. μέσ. προσπαρασκευάζομαι ετοιμάζω κάτι ακόμη για τον εαυτό μου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”